Παρόν



Από τον Πόντο στα Γιαννιτσά της Πέλλας

Η πόλη των Γιαννιτσών και η επαρχία της με τα όμορα χωριά, ο σημερινός δηλαδή «Καλλικρατικός» Δήμος (Αρχαίας) Πέλλας, δέχθηκαν πλήθος προσφύγων προερχομένων από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ρωμέηκης Ανατολής. Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πόλεμου το 1912 και κυρίως με τo ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου το έτος 1914 εντάθηκαν οι ποικίλοι διωγμοί εναντίον των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων του κράτους, και ειδικά εναντίον των Ρωμιών, που συγκροτούσαν συμπαγείς πληθυσμούς εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήδη από το 1914-15 εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην άρτι απελευθερωθείσα, στις 20-10-1912, πόλη των Γιαννιτσών δεκάδες πρόσφυγες προερχόμενοι από τη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης, μετά τα γεγονότα του πρώτου μεγάλου διωγμού του Ελληνισμού από την εν λόγω περιοχή (Η ταλαιπωρία που υπέστησαν οι νεοεγκατεστημένοι πρόσφυγες στην επαρχία Γιαννιτσών, λόγω νοσηρότητας, υγρού κλίματος και ελλείψεων σε υποδομές, εκφράζεται σε ένα λαϊκό άσμα που κυκλοφορούσε τότε ευρέως:
«Όποιος δεν έχει βάσανα
και θέλει ν΄ αποκτήσει
στα έρημα τα Γιαννιτσά
να ΄ρθει να κατοικήσει»).

Το Οθωμανικό Τουρκικό κράτος, σε αγαστή συνεργασία με τους Κεντροευρωπαίους συμμάχους του, και κυρίως την Γερμανική αυτοκρατορία, με πρωτεργάτη και εμπνευστή τον στρατηγό Λήμαν Φον Σάντερς βάζοντας σε ενέργεια καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα, επιδίωξε την εθνοκάθαρση σε πλείστες περιοχές. Αυτές οι ενέργειές του συνέβαλαν ώστε να λάβει τον τιμητικό τίτλο του πασά για τις «πολύτιμες υπηρεσίες» του στο Νεοτουρκικό κράτος.
Το εν λόγω καθεστώς επικαλούμενο πολεμικές αναγκαιότητες και συγκυρίες και ταυτοχρόνως χρησιμοποιώντας βία, εκβιασμούς, δολοφονίες και επιβάλλοντας κλίμα τρομοκρατίας εκτόπισε πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, σε απομακρυσμένες, άγνωστες για αυτούς, και αφιλόξενες περιοχές. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξοντώθηκαν φυσικά και ηθικά και μεγάλο πλήθος εκείνοι που εξισλαμίστηκαν ευρισκόμενοι σε άκρως δυσμενές θρησκευτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Αρκετοί άνδρες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα λεγόμενα «τάγματα εργασίας» ή «Αμελέ Ταμπουρού» ονομασία με την οποία έμειναν στην ιστορία. Οι ελάχιστοι επιζώντες, που υπέστησαν τα πάνδεινα μοιραίως τα αποκάλεσαν «τάγματα θανάτου». Κάποιοι χάθηκαν στις ατέλειωτες αναγκαστικές πορείες των αιχμαλώτων στις στέπες της Ανατολίας και έκτοτε αγνοούνται. Τέλος άλλοι, αλλόφρονες, έσπευσαν να εγκαταλείψουν τις πατρώες εστίες τους και να καταφύγουν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και βρήκαν χώρο εγκατάστασης μαζί με επιζώντα μέλη των οικογενειών τους, κατά κύριο λόγο, στην άρτι απελευθερωθείσα Μακεδονία.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι Έλληνες του Πόντου παρά τις δυσμενείς συνθήκες και την καταπίεση που βίωναν στην καθημερινότητα και στις σχέσεις τους με το επίσημο κράτος και τις δομές του, κατόρθωσαν να επιτύχουν ένα υψηλό-σχετικά-επίπεδο ζωής, πρόσβαση στην εκπαίδευση και να αποκτήσουν αξιοζήλευτη οικονομική ευρωστία. Με την έναρξη των διωγμών, όμως, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Ολόκληρες περιουσίες, φτιαγμένες με κόπο, υπομονή και ιδρώτα, αφέθηκαν στα χέρια των Τούρκων. Μνημεία πολιτιστικά, εργαστήρια, βιοτεχνίες, κατοικίες, εκπαιδευτήρια, ιεροί ναοί, μοναστήρια, έργα τέχνης και πολιτισμού κ.ά. όσα δεν καταστράφηκαν απέμειναν εκεί, για να θυμίζουν στις επόμενες γενεές ένα λαό που δημιούργησε πολιτισμό και ιστορία και αγάπησε το ωραίο και το καλό. Έναν λαό αξιοπρεπή, δραστήριο και βαθιά δημιουργικό. Το φροντιστήρια Τραπεζούντας, η βίλα Καπαγιαννίδη, η τράπεζα Φωστηρόπουλου, το τότε ελληνικό προξενείο στην Τραπεζούντα, τα μοναστήρια της Παναγίας Σουμελά, του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, του αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, του αγίου Γεωργίου Χαλιναρά κ.ά. αποτελούν αδιάψευστη εικόνα της παρουσίας και του σφρίγους του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 αποτέλεσαν την ταφόπλακα του ευγενούς οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Υπέρ το ενάμιση εκατομμύριο Ελλήνων από τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Ιωνία, την Βιθυνία, την Ανατολική Θράκη κ.ά. θλιβερά απομεινάρια ενός ακμαίου πολιτισμού, κατατρεγμένοι, ρακένδυτοι και ανέστιοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να εγκαταλείψουν τους τάφους των προγόνων τους, εκατοντάδες τραυματίες, άταφους νεκρούς, αγνοούμενους συμπολίτες αλλά και εξισλαμισμένους συντοπίτες.
Με πόνο ψυχής οι πρόσφυγες της Ανατολής έφτασαν στη ρημαγμένη και ακρωτηριασμένη, από τις εθνικές περιπέτειες, Ελλάδα και βρήκαν παρηγοριά και φιλοξενία ανάμεσα στους αδελφούς τους Μακεδόνες. Με πείσμα, θέληση και υπομονή κατόρθωσαν ένα αληθινό άθλο. Έκαναν την πίκρα της προσφυγιάς γόνιμο καρπό. Έλεγαν την ευχή «άντε και του χρόνου καλήν πατρίδα» και έπνιγαν την γλυκιά νοσταλγία σε λίγες γουλιές κρασί. Κοίταζαν προς τα μέρη της Ανατολής, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος και δάκρυζαν για όσες εικόνες άφησαν πίσω τους.
Αυτοί οι πονεμένοι από τις ιστορικές συγκυρίες και τα δραματικά γεγονότα κατάφεραν να ριζώσουν, να στεριώσουν, να δημιουργήσουν και να αναστήσουν τα παιδιά τους. Ολιγαρκείς και εργατικοί καθώς ήταν, με υπομονή και καρτερικότητα, έφτιαξαν τα σπιτικά τους, βρήκαν εργασία και πρόκοψαν. Με τη συνδρομή της πολιτείας που τους έδωσε εκτάσεις γης, εργαλεία, ζώα, σπόρους, δενδρύλλια την απαραίτητη καθοδήγηση, όπου ήταν αναγκαίο, και την αμέριστη συμπαράσταση της Εκκλησίας, καθώς και φιλανθρωπικών οργανώσεων και φορέων από την Ελλάδα και το εξωτερικό διαμόρφωσαν μια καινούργια Ελλάδα. Όλη η χώρα μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο εργοτάξιο: διανοίχθηκαν δρόμοι, έγιναν εγγειοβελτιωτικά έργα, αποξηράνθηκαν λίμνες όπως η λίμνη ή βάλτος των Γιαννιτσών, έφτιαξαν γέφυρες, νοσοκομείο, σχολεία. Αναπτύχθηκε το εμπόριο, η βιομηχανία, η βιοτεχνία, η γεωργία, η κτηνοτροφία.
Το τίμημα όμως, ήταν μεγάλο. Δεκάδες Πόντιοι και άλλοι πρόσφυγες, και μαζί τους αρκετοί γηγενείς, μαστιζόταν από ασθένειες, όπως η ελονοσία, η φυματίωση, ο δάγκειος πυρετός κ.ά. Η έλλειψη επαρκούς τροφής, οι κακουχίες, «το βαρύ νερό» όπως έλεγαν, η έλλειψη φαρμάκων και ιατρικής φροντίδας συντελούσαν στον αυξημένο αριθμό θανάτων που σημειώνονταν καθημερινώς. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια για τη ζωή τους έγινε μόνιμος σύντροφος. «Δεν είχαν κουράγιο πλέον οι ζωντανοί να θάψουν τους αποθαμένους τους» διηγούνται ακόμη και σήμερα οι γεροντότεροι κάτοικοι της επαρχίας μας. Ενδεικτικό των παραπάνω ανθρώπινων απωλειών είναι ότι σε γενική απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας που διενεργήθηκε το 1928 καταμετρήθηκαν μόνον 1.221.850 πρόσφυγες. Οι υπόλοιποι έφυγαν από την ζωή.
Όλα αυτά αποτελούν ανάμνηση για ορισμένους, για άλλους είναι μικρές ιστορίες, που τις διηγούνται οι παλαιότεροι , για τους νεώτερους αποτελούν αφορμές προβληματισμού. Για τους ιστορικούς και λοιπούς επιστήμονες είναι πηγές, χώροι έρευνας και κατάκτησης της γνώσης. Για την πονεμένη Ρωμιοσύνη αποτελούν όμως, βίωμα, πάθη και μνήμες. Είναι κομμάτι από τη διαχρονική και αδιάσπαστη παρουσία της, κρίκοι στη σπασμένη αλυσίδα της. Είναι το τμήμα εκείνο που πνίγηκε σαν τη Μεγάλη Ιδέα στο θαλάσσιο κόλπο της Σμύρνης τον δραματικό Σεπτέμβριο του 1922, όταν μαζί με την πρωτεύουσα της Ιωνίας καταστράφηκε ένας ολόκληρος λαός με τον πολιτισμό του. Θύμα τραγικό της τουρκικής θηριωδίας, του Κεμαλικού εθνικισμού, του εθνικού διχασμού, αλλά και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων.
Μεγάλο πλήγμα, επίσης, υπήρξε η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, κυρίως ανάμεσα στα έτη 1916-1922. Σχετικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε 353.000 άτομα. Οι υπόλοιποι απογοητευμένοι, ψυχικά και σωματικά εξουθενωμένοι πέρασαν πολλές περιπέτειες και υπέστησαν σωρεία κακουχιών και κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το 1922. Πολλοί δε από τους Πόντιους ακολουθώντας το 1916 την υποχώρηση των Τσαρικών στρατευμάτων πέρασαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην επικράτεια της τότε Ρωσίας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και την επικράτηση των μπολσεβίκων εγκλωβίστηκαν και βρέθηκαν καταδιωγμένοι στην τέως Σοβιετική Ένωση. Εκεί παρέμειναν σε οικισμούς και χωριά μεικτά ή και καθαρώς ελληνικά. Ορισμένοι εκτοπίστηκαν στις στέπες των κεντροασιατικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών, άλλοι εγκαταστάθηκαν σε χωριά της Τσάλκας στην Γεωργία (Ιβηρία), άλλοι στην Κριμαία κ.ά. Έπειτα δε από περίοδο 18-20 ετών αρκετοί ήλθαν για μόνιμη κατοίκηση στην Ελλάδα.
Κατ΄ εφαρμογή της Συμφωνίας των Μουδανιών τον Οκτώβριο του 1922 απομακρύνονται βιαίως και οι Ανατολικοθρακιώτες από τη Μάδυτο, την Αρσού, τα Άθυρα, τη Μήδεια, τα χωριά της Καλλίπολης κλπ. Ακολούθησε η Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που υπογράφηκε στις 30-1-1923 και ενσωματώθηκε στην Συνθήκη της Λωζάννης (23-7-1923). Έτσι το έτος 1924 ολοκληρώθηκε το δράμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού με τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Βιθυνίας, της Κιλικίας, της Γαλατίας, της Παφλαγονίας, της Λυκίας, της Πισιδίας και άλλων περιοχών της Μικράς Ασίας.
Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτέλεσε η εγκατάσταση στις παρυφές της πόλης των Γιαννιτσών και η δημιουργία του Συνοικισμού Καρυωτών με πρόσφυγες προερχόμενους από την Ανατολική Ρωμυλία, από όπου εκδιώχθηκαν λόγω των ποικίλλων πιέσεων και διωγμών που είχαν εξαπολύσει οι Βούλγαροι θέτοντας στο στόχαστρό τους πολυπληθείς και οικονομικά ακμαίους Έλληνες κατοίκους της περιοχής.
Ειδικά η εγκατάσταση των πολυπληθών Ποντίων προσφύγων στην πόλη των Γιαννιτσών έχει την δική της δραματική ιστορική πορεία. Τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 επηρέασαν την Ρωμιοσύνη στην ολότητά της. Ρακένδυτοι, εξαθλιωμένοι, ανέστιοι οι Έλληνες πρόσφυγες, όσοι γλύτωσαν από τις μαζικές σφαγές, τον εξανδραποδισμό και τις ποικίλες διώξεις βρήκαν καταφύγιο στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στις παρυφές της πόλης των Γιαννιτσών.
Οι Ρωμιοί του Πόντου διασχίζοντας με επιταγμένα πλοία το βόρειο Αιγαίο. Αρκετοί πέθαναν εν πλω, ενώ οι υπόλοιποι κατέφθασαν υπό απάνθρωπες –πολλές φορές- περιστάσεις και συνωσίστηκαν σε αποθήκες, πρόχειρους χώρους και στρατιωτικά καταλύματα στην περιφέρεια της πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι κακουχίες, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η ψυχική και σωματική φθορά που είχαν υποστεί, τους αποδεκάτισαν. Υποχρεωτικό ήταν πέρασμά τους από τα καθαρτήρια στο παραθαλάσσιο Καραμπουρνάκι και ακολούθησε το στοίβαγμά τους σε υποτυπώδεις εγκαταστάσεις στο Χαρμάνκιοϊ, στην σημερινή τοποθεσία Νέου Κορδελιού-Εύοσμου. Εκεί ελήφθησαν κρίσιμες αποφάσεις για την οριστική τους εγκατάσταση. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια επιτροπή 5 ατόμων, επιφανών, αναγνωρίσιμων και αποδεκτών από την προσφυγική κοινότητα. Η συγκεκριμένη επιτροπή επιφορτίστηκε με την υποχρέωση και την ευθύνη να αξιολογήσει και να εντοπίσει την ακριβή τοποθεσία όπου θα εγκαθιστούσαν, αρχικά προσωρινά, αλλά με πρόβλεψη την εκεί οριστική εγκατάστασή των ξεριζωμένων Πόντιων.
Όντως η αναζήτηση, η σχετική συνεννόηση με τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, η επαφή με τους καθ΄ ύλην παράγοντες κ.ά. οδήγησε τα βήματά των μελών της επιτροπής στην άρτι απελευθερωθείσα-ήδη από τον Οκτώβριο του 1912 μικρή πόλη των Γιαννιτσών. Βρέθηκε η απαραίτητη τοποθεσία προς την βόρεια άκρη της πόλης και ταχέως έγιναν οι σχετικές ενέργειες διαμόρφωσης του χώρου μόνιμης παραμονής. Η περιοχή ήταν ακατοίκητη και η γη χέρσα και έρημη και γεμάτη αγκάθια, θάμνους και τσαλιά (αγκαθωτοί θάμνοι). Η τοποθεσία ως εκ τούτου ονομάζονταν Τσαλί. Ερπετά, τρωκτικά κ.ά. υπήρχαν σε αφθονία. Το κλίμα όμως ήταν ξηρό και υγιεινό και αυτός ήταν σημαντικός παράγοντας που επέδρασε στην θετική γνώμη της επιτροπής επιλογής της τοποθεσίας εγκατάστασης. Το σχέδιο που εκπονήθηκε προέβλεπε την δημιουργία μας κεντρικής πλατείας, όπου θα καταλήγουν φαρδείς δρόμοι, ενώ άλλοι δρόμοι σχεδιάστηκαν παράλληλα μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και το όλο ρυμοτομικό σχέδιο που εκπονήθηκε και ταχέως υλοποιήθηκε θεωρείται από τα καλύτερα της Μακεδονίας.
Τα οικόπεδα όπως μοιράστηκαν με βάση τις ανάγκες των οικογενειών σε λίγο καιρό χτίστηκαν και φιλοξένησαν κατοικίες, καταστήματα, μικρούς βιοτεχνικούς χώρους και τις απαραίτητες αυλές. Ο συνολικός αριθμός οικογενειών που αποκαταστάθηκαν ανερχόταν σε 850 περίπου οικογένειες. Πλέον η τοποθεσία έλαβε το όνομα συνοικισμός της Νέας Τραπεζούντας φέρνοντας στη μνήμη την πρωτεύουσα πόλη του Πόντου. Αρκετά αργότερα και συγκεκριμένα το έτος 1936 με βάση διακρατικές συμφωνίες εμφανίστηκαν στην συνοικία άλλες 40 περίπου οικογένειες, συγγενείς με τους πρωτοεγκαταστηθέντες. Οι τελευταίοι με τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν καταδιωγμένοι από τους Τούρκους τα σπίτια τους και είχαν βρει καταφύγιο στην περιοχή Σοχούμ της Γεωργίας της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Από εκεί εκ νέου με διακρατικές συμφωνίες πολλοί προτίμησαν να φύγουν για την Ελλάδα και ορισμένοι από αυτούς επέλεξαν ως τόπο διαμονής τα Γιαννιτσά. Αρκετοί ωστόσο ήταν όσοι και όσες παρέμειναν εκεί.
Οι περισσότεροι Πόντιοι κατοίκησαν στην συνοικία της Νέας Τραπεζούντας, όπως ονομάστηκε, σε έναν από τους μεγαλύτερους πανελλαδικά συνοικισμούς Ποντίων. Ολιγότεροι αριθμητικά ήταν όσοι επέλεξαν άλλους χώρους εντός του πολεοδομικού ιστού των Γιαννιτσών. Να σημειωθεί ότι μέχρι τα τελευταία χρόνια οι κάτοικοι στον εν λόγω συνοικισμό δεν διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας των οικοπέδων τους. Οι σχετικές ενέργειες ολοκληρώθηκαν πριν από λίγα χρόνια!
Αναφέρονται οι εξής οικογένειες προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη των Γιαννιτσών : από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας οι Σεϊτανίδης, Αντωνιάδης, Ευμορφίδης, Κοκκινίδης, Χαραλαμπίδης (Σαραπσής), Σαράντης, Χωραφίδης, Βαφειάδης, Χαραλαμπίδης Ευστάθιος Παπάζογλου (Κάϊγιωργης), Σαββίδης. Από την Χολομάνα: Τουμπουλίδης, Μωυσιάδης (Χολονέτες), Κασιμίδης. Από την Κιθάραινα: Ιωσηφίδης, Τουμπουλίδης (Ντερεντζής), Τσαλουχίδης. Από την Καρτσέα: Μποζατσίδης. Από το Καρλίκ: Βασιλειάδης, Ζιμπίδης. Από τον Μεσαρέας: Τσιτακίδης, Κουσίδης. Από την Μούντα: Πανικίδης, Τσιβρανίδης. Από την Κούχλα: Τσιρκινίδης. Από το Κοιλάδι: Κρανίδης, Παυλίδης, Σιδηρόπουλος, Παπαδόπουλος (Ποπάς), Χαχαμίδης, Μελίδης, Ρωμανίδης, Λελεκίδης. Από την Δίρχα: Συμεωνίδης, Πεταλίδης, Ναλτσίδης, Αουρσαλίδης, Παπαδόπουλος (Παρέσα), Κουτουζίδης. Από το Αγρίδι: Πετρίδης, Τσιπλίδης. Από το Τσαγκάρ:Πανίδης. Από το Φαντάκ: Ηλιόπουλος (Κορυφίδης), Μαυρόπουλος, Παναγιωτίδης, Πουτουρίδης, Μαυρίδης, Αποστολίδης (Τσίνογλης), Διαμαντίδης (Τσέρτεπελης), Βαβουλίδης, Καραγιαννίδης, Αθανασιάδης (Λιάννας), Μικρόπουλος, Στεφανίδης. Από την Όλασσα: Λυκόπουλος (Κούρτογλης), Παγκοζίδης, Βαϊραμίδης, Σαββουλίδης (Τσάπουλατσης), Νεοφωτίδης, Τελίδης (Τελέας), Παντελίδης, Παπαδόπουλος (Στυλιανός), Ασλανίδης, Ελευθεριάδης (Λυράρης), Καβαλίδης, Κουρτελίδης. Από την Γούργενη: Πολυχρονίδης.
Από Αμπέλια: Καλούσης, Βασιλειάδης (Γιάννης), Καλοϊδης.
Από Σέσσερα:Τομπαζίδης, Ανδρονικίδης (λυράρης), Τομπάζης, Περσίδης, Ανδρονικίδης (Γιάννες). Από Ακρίτσα: Θωίδης (τσάκαλος). Από Πλάτανα: Ποριαζίδης, Χριστοφορίδης, Καλπακίδης (καλπάκς) Λαουράς (Ψωμιάδης). Από Σαντά: Γυριχίδης, Μούτας, Χειμωνίδης, Χιονίδης, Κουφατσίδης, Πιπερίδης, Υψηλάντης, Σεμερτζίδης, Τοπαλίδης, Γαβράς, Πιστόπουλος, Κιτμιρίδης.
Από Σούρμενα: Μεταξάς (Ζώρας), Μανιάδης, Γρηγοριάδης Ζαχαρίας),Πατσιάδης,Πολυματίδης,Σαλονικίδης,Αλεξανδρίδης,Παρασκε
υόπουλος, Φωκάς, Νικολαϊδης. Από Κερασούντα: Ψωμιάδης, Ασλανίδης, Παπαδόπουλος (Κεϊσογλης), Ποζατσίδης, Κωστίδης, Εμερτζιάδης, Εμερζάς, Μωυσίδης, Ταρασίδης (Τσοπανάβας), Σαββίδης. Από Κωτύωρα (Ορντού): Τριανταφυλίδης, Τσιτλακίδης (Αζάνταλης), Ατματσίδης, Μαυρίδης, Φωτιάδης (Χαρτοματσής), Λειψόπουλος, Σοφιανίδης, Τσανίδης, Λαζαρίδης, Παπουλίδης, Μουρατίδης, Καζανζσανίδης. Από Μπάφρα: Γεωργιάδης (Πάρφαλης), Ελευθεριάδης. Από Νεοκαισάρεια: Σαλονικίδης, Σαχινίδης. Από Τοκάτη: Λαζαρίδης (καπετάνιος). Από Κάρς: Ιγνατιάδης. Από Φάτσα: Ραπτόπουλος. Από Ακ Νταγ Μαντέν-Κουλίκ: Τσανακλίδης, Ξανθόπουλος. Από Χαψίκοϊ : Κουρουικίδης, Παρχαρίδης. Από Γιαννακάντων: Κωτταρίδης. Από Κοσμά: Ιωακειμίδης.
Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι οι νεοφερμένοι πρόσφυγες από τον Πόντο, άνθρωποι με ένθερμη την χριστιανική πίστη τους δεν έκτισαν καινούρια εκκλησία στον συνοικισμό τους. Προτίμησαν να εκκλησιάζονται στον ήδη υπάρχοντα Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου που είναι και η παλαιότερη ορθόδοξη εκκλησία στην πόλη. Χτίστηκε κατόπιν πλείστων προσπαθειών, και εν μέσω τεράστιων δυσκολιών, κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα 1858-1867. Στα νεότερα χρόνια κατασκευάστηκε ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Ζωοδόχο Πηγή, δηλαδή στην Παναγία και τοποθετήθηκε στην άκρη της πλατείας Νέας Τραπεζούντας, δείγμα και έκφραση της έντονης ευσέβειας των κατοίκων.
Σήμερα στα Γιαννιτσά έντονα δραστηριοποιούνται 3 σύλλογοι Ποντίων: α) Εύξεινος Λέσχη Γιαννιτσών β) Σύλλογος Ποντίων Γιαννιτσών και γ) Ποντιακή Καλλιτεχνική Στέγη. Και οι τρεις σύλλογοι διακρίνονται για την πολύπλευρη δραστηριότητα που αναπτύσσουν, τις πολλές και ποικίλες καλλιτεχνικές δράσεις, τις βιβλιοθήκες που διαθέτουν, τις συμμετοχή σε πανελλαδικά και διεθνή συνέδρια, εκδηλώσεις και πολιτιστικά δρώμενα, τις ομιλίες και μάλιστα γύρω από θέματα που αγγίζουν τον Ποντιακό Ελληνισμό κ.ά.. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η λειτουργία των χορευτικών τμημάτων μεγάλων και μικρότερων ηλικιακά ατόμων. Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης και η συνέχιση ηθών και εθίμων, φερμένων από την ιδιαίτερη πατρίδα, αποτελεί βασικό μέλημα όλων των Ποντιακών Σωματείων.
Οι παλαιότεροι ηλικιακά Πόντιοι προσπαθούν να μεταδώσουν στις νεαρότερες γενιές ό,τι χαρακτηριστικό και όμορφο ηθικά έφεραν από την αλησμόνητη πατρίδα του Πόντου στην νέα πατρίδα τους στη Μακεδονία και κατ΄ επέκταση σε όλη την ελληνική επικράτεια. Τώρα η νέα γενιά καλείται, κάτω από δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές και εθνικές συνθήκες να συνεχίσει το δημιουργικό και ενδιαφέρον έργο των γονέων και των παππούδων της. Ο δρόμος είναι μακρύς και επίπονος και οι προκλήσεις πολλές, αλλά η θέληση, η επιμονή και η διάθεση των νέων ανθρώπων θα καθορίσει εν πολλοίς την αδήριτη ανάγκη ο Ποντιακός Ελληνισμός να συνεχίσει να υφίσταται, να παράγει και να δημιουργεί......

Λάζαρος Η. Κενανίδης θεολόγος, διδάκτορας νεότερης ιστορίας Α.Π.Θ.
μέλος του Δ.Σ. της Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος»
δ/ντής 2ου Γυμνάσιου Γιαννιτσών «Κύριλλος και Μεθόδιος»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου